7.12.06

ΕΔΩΣΑ ΟΛΗ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ

Έδωσα όλη τη ζωή μου
σε ένα φως που με τυφλώνει
σε μια χαρά που με πληγώνει
στου λίγου χρόνου μου το χάδι.

Κι ήταν το φως βουβό σκοτάδι
κι ήταν ψευδαίσθηση η χαρά
μόνο η λεπίδα του φονιά
άστραψε μέσα στο κορμί μου.

Καθώς τραβάει ψυχρά το χέρι
στάθηκα ορθός και τον κοιτούσα
τα μάτια του που τ' αγαπούσα
μ' ελπίδα γέμισαν στο αίμα.

Κι είπα γι' αρχή πως ήταν ψέμα
τρέχω ξοπίσω να προλάβω
και δίχως να το καταλάβω
σφιχτά κρατάω το μαχαίρι.

Αν δε σκοτώσω την ελπίδα
πώς θα μπορέσω να πεθάνω;
πώς θα μπορέσω να με κάνω
μηδέν, να ξαναγεννηθώ;

1.12.06

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Τις μέρες πρώτες του χειμώνα αυτού, με τα κοντομάνικα να μπαίνουν σιγά σιγά στις κούτες ώσπου να 'ρθει η άνοιξη και την σηκωμένη τρίχα στο έβγα για τη δουλειά, ανασαίνω αναμνήσεις κοιτώντας φωτογραφίες.
Επανέρχονται σα μελωδίες σε ώρες ακατάλληλες, τηλεφωνήματα σε ώρες ακατάλληλες, γράμματα που δε θα 'θελες να έχεις λάβει, γράμματα που δε θα ήθελες να είχες στείλει εκεί που πήγαν τελικά.
Επανέρχονται σα φύλλα ξεραμένα στην πόρτα σου απ' τον αέρα, κολλάνε στη λάσπη που άφησαν τα παπούτσια σου και λυπάσαι να τα στριμώξεις σε μια πλαστική σακούλα.
Ανασαίνω αναμνήσεις κοιτώντας ανθρώπους να περνούν έξω από το παράθυρό μου και να ρίχνουν κλεφτές ματιές στα κάδρα των τοίχων του σαλονιού ανάμεσα στις κουρτίνες.
Ένα δέντρο έχει απομείνει μπροστά στην πόρτα μου και θυμάμαι ξεριζωμένα δέντρα, σπασμένα κι αναποδογυρισμένα δέντρα σε μια γωνιά, κι εγώ ανήμπορος να παρακολουθώ την καταστροφή-παιχνίδι η καταστροφή, παιχνίδι κι η ενοχή όσο η φωνή δεν τρέμει.
Κατά το μεσημέρι ονειρεύομαι όσπρια ζεστά στο πιάτο μου, μια κουταλιά λάδι κι ένα κρεμμύδι ξερό κομμένο στα δυο απάνω στο τραπέζι μαζί με το προχτεσινό ψωμί στο νάιλον τραπεζομάντιλο.
Ποτέ δεν περίμενα των πατεράδων μας οι ανάγκες να γίνονται όνειρα δικά μας και τα όνειρά τους καθημερινότητα αβάσταχτη, μήτε πως θα σε αναζητώ κρυμμένη σ' έναν πλάτανο το Δεκαπενταύγουστο στο πατρικό σου δίπλα.
Κι έτσι θυμάμαι πόσο παράξενα μοιάζουν τα μαύρα σύννεφα δίπλα στο λιμάνι καθώς οι μαύροι καπνοί των πλοίων θυμίζουν περισσότερο των τρένων τους καπνούς παρά των εξατμίσεων τις βρισιές στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους.
Θυμάμαι κι όσα όμορφα ανατέλλουν κάθε πρωί πίσω απ' το βουνό και στενοχωριέμαι που τόσες φορές, δυστυχώς, δεν αναρωτήθηκα τι να κρύβεται στην άλλη μεριά κι απέμεινε κρυμμένο και μονάχο του για χρόνια.
Τις μέρες -πρώτες- του χειμώνα αυτού, με τις φλοκάτες καθαρές και τα ξυπόλυτα πόδια μας να τρίβονται κρυφά στην άκρη του παπλώματος, δε θα θυμηθώ μόνη τη μέρα που σε πρωτοείδα - τα πόδια δεν υπάρχουν μόνο για να στέκεσαι, θυμήσου - μα και την μέρα την τελευταία.